curling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
curling | curlings |
curling (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- curling στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
curling (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του curl