curl

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
curl curls

curl (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας curl
γ΄ ενικό ενεστώτα curls
αόριστος curled
παθητική μετοχή curled
ενεργητική μετοχή curling

curl (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]