curly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | curly |
συγκριτικός | curlier |
υπερθετικός | curliest |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
curly (en)
- κατσαρός
- ↪ curly hair - κατσαρά μαλλιά
Πηγές[επεξεργασία]
- curly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 521. ISBN 9780194325684., λήμμα: μαλλιά