κατσαρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κατσαρός | η | κατσαρή | το | κατσαρό |
γενική | του | κατσαρού | της | κατσαρής | του | κατσαρού |
αιτιατική | τον | κατσαρό | την | κατσαρή | το | κατσαρό |
κλητική | κατσαρέ | κατσαρή | κατσαρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κατσαροί | οι | κατσαρές | τα | κατσαρά |
γενική | των | κατσαρών | των | κατσαρών | των | κατσαρών |
αιτιατική | τους | κατσαρούς | τις | κατσαρές | τα | κατσαρά |
κλητική | κατσαροί | κατσαρές | κατσαρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατσαρός < μεσαιωνική ελληνική κατσαρός < αρχαία ελληνική ἀκανθηρός < ἄκανθα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kat͡saˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τσα‐ρός
Επίθετο[επεξεργασία]
κατσαρός, -ή, -ό
- (για μαλλιά) που εμφανίζει κυματισμό ή μπούκλες
- (συνεκδοχικά) κατσαρομάλλης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ακατσάρωτος
- κατσαρομάλλης
- κατσάρωμα
- κατσαρωμένος
- κατσαρώνω
- κατσαρωτός
- → δείτε τη λέξη αγκάθι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τρίχες κατσαρές: (λαϊκότροπο) (προφορικό) χαζομάρες, σαχλαμάρες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)