κατσαρωμένος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Αντώνυμα
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατσαρωμέν
ος
η
κατσαρωμέν
η
το
κατσαρωμέν
ο
γενική
του
κατσαρωμέν
ου
της
κατσαρωμέν
ης
του
κατσαρωμέν
ου
αιτιατική
τον
κατσαρωμέν
ο
την
κατσαρωμέν
η
το
κατσαρωμέν
ο
κλητική
κατσαρωμέν
ε
κατσαρωμέν
η
κατσαρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατσαρωμέν
οι
οι
κατσαρωμέν
ες
τα
κατσαρωμέν
α
γενική
των
κατσαρωμέν
ων
των
κατσαρωμέν
ων
των
κατσαρωμέν
ων
αιτιατική
τους
κατσαρωμέν
ους
τις
κατσαρωμέν
ες
τα
κατσαρωμέν
α
κλητική
κατσαρωμέν
οι
κατσαρωμέν
ες
κατσαρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
κατσαρωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κατσαρώνω
Άλλες μορφές
[
επεξεργασία
]
κατσαρωτός
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
ακατσάρωτος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
κατσαρωμένος
αγγλικά
:
curled
(en)
Κατηγορίες
:
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες