current ratio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
current ratio | current ratios |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]current ratio (en)
- (λογιστική, χρηματοοικονομικός δείκτης) η κυκλοφοριακή ρευστότητα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- current ratio στην αγγλική Βικιπαίδεια