κυκλοφοριακή ρευστότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυκλοφοριακή ρευστότητα < → δείτε τις λέξεις κυκλοφοριακή και ενεργητικό, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική current ratio
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]κυκλοφοριακή ρευστότητα
- (λογιστική, χρηματοοικονομικός δείκτης) μετράει την ικανότητα μιας εταιρείας να αποπληρώσει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της χρησιμοποιώντας το κυκλοφορούν ενεργητικό και ισούται με το κυκλοφορούν ενεργητικό διαιρούμενο με τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυκλοφοριακή ρευστότητα