κυκλοφορούν ενεργητικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυκλοφορούν ενεργητικό < → δείτε τις λέξεις κυκλοφορών, κυκλοφορούν και ενεργητικό, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική current asset
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κυκλοφορούν ενεργητικό
- (λογιστική) τα ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα, μαζί με τα εμπορεύματα για πώληση, τις πρώτες ύλες για παραγωγή προϊόντων και τις απαιτήσεις. Είναι το βραχυπρόθεσμο μέρος του ενεργητικού.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυκλοφορούν ενεργητικό