customize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkʌst.ə.maɪ̯z/
Ρήμα[επεξεργασία]
customize (en)
- προσαρμόζω
- εξατομικεύω
- εξειδικεύω
- φέρνω στα μέτρα μου, κατασκευάζω κάτι σύμφωνα με τις προσωπικές προτιμήσεις ή προδιαγραφές.
- ※ This allows users to customize their applications without having to alter the application. (from a Python tutorial)[1]
- «Αυτό επιτρέπει στους χρήστες να προσαρμόζουν τις εφαρμογές τους χωρίς να χρειάζεται να αλλάξουν την εφαρμογή.»
- ※ This allows users to customize their applications without having to alter the application. (from a Python tutorial)[1]
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ 11. Brief Tour of the Standard Library — Part II / 11.2. Templating. Αρχειοθέτηση 2020-01-07. Προσπέλαση 2020-09-15.