custom
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
custom (en)
- το έθιμο
Επίθετο[επεξεργασία]
custom (en)
- και custom-made: ειδικού σχεδιασμού ανά πελάτη, προσαρμοσμένων χαρακτηριστικών κατασκευής, κατά παραγγελία
- Συνώνυμα: made to order, bespoke