custom
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
custom | customs |
custom (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παράδοση, το έθιμο
- ↪ It is a custom in our family to…
- Είναι παράδοση στην οικογένειά μας να…
- ↪ according to custom - όπως είναι το έθιμο
- → δείτε τη λέξη tradition
- ↪ It is a custom in our family to…
[επεξεργασία]
- costumal
- costume
- customary
- customer
- customisation, customization
- customise (βρετανικό), customize (ΗΠΑ)
Επίθετο[επεξεργασία]
custom (en)
- και custom-made: ειδικού σχεδιασμού ανά πελάτη, προσαρμοσμένων χαρακτηριστικών κατασκευής, κατά παραγγελία
Πηγές[επεξεργασία]
- custom - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- custom - Cambridge Dictionary online
- custom - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC
- custom - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- custom - Oxford Learner's Dictionaries
- custom - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- custom - Webster’s Revised Unabridged Dictionary, G. & C. Merriam, 1913.