Μετάβαση στο περιεχόμενο

customs

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
customs customs

customs (en) (μόνο πληθυντικός)

  1. το τελωνείο, τελωνειακός, η κρατική υπηρεσία η οποία ελέγχει τα εισαγόμενα και εξαγόμενα προϊόντα και επιβάλλει τους ανάλογους δασμούς και το κτήριο που αυτή στεγάζεται
      goods tied up at customs - δεσμευμένα εμπορεύματα στο τελωνείο
      I am going through customs.
    Περνώ από το τελωνείο.
      Contraband is confiscated by customs authorities.
    Τα λαθραία κατάσχονται από τις τελωνειακές αρχές.
  2. το τελωνείο, οι τελωνειακοί δασμοί
      I paid customs.
    Πλήρωσα τελωνείο.

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

customs (en)