tradition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tradition (en)
- η παράδοση, το έθιμο, η κληρονομιά
- ο θεσμός
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tradition | traditions |
tradition (fr) θηλυκό
- η παράδοση