traditionaliste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
traditionaliste | traditionalistes |
traditionaliste (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
traditionaliste | traditionalistes |
traditionaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που αφορά την παραδοσιαρχία ή την παραδοσιοκρατία
- οπαδός της παραδοσιαρχίας ή παραδοσιοκρατίας, συντηρητικός
- (ειδικότερα) οπαδός της επανόδου στις καθολικές παραδόσεις