traditionaliste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
traditionaliste traditionalistes

traditionaliste (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
traditionaliste traditionalistes

traditionaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που αφορά την παραδοσιαρχία ή την παραδοσιοκρατία
  2. οπαδός της παραδοσιαρχίας ή παραδοσιοκρατίας, συντηρητικός
     συνώνυμα: conformiste, conservateur
  3. (ειδικότερα) οπαδός της επανόδου στις καθολικές παραδόσεις
     συνώνυμα: intégriste

Συγγενικά

[επεξεργασία]