παραδοσιαρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραδοσιαρχία < παράδοσι(ς)- + -αρχία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραδοσιαρχία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραδοσιαρχία
→ δείτε τη λέξη παραδοσιοκρατία |