-αρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -αρχία | οι | -αρχίες |
γενική | της | -αρχίας | των | -αρχιών |
αιτιατική | τη(ν) | -αρχία | τις | -αρχίες |
κλητική | -αρχία | -αρχίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]-αρχία < αρχαία ελληνική -αρχία
Επίθημα
[επεξεργασία]-αρχία
- παραγωγικό επίθημα που σχηματίζει θηλυκά ουσιαστικά τα οποία δηλώνουν:
- είδος πολιτεύματος
- διοικητικό τμήμα και κατ' επέκταση το κτήριο που στεγάζεται
- φιλοσοφικό σύστημα, συνήθως μεταφράσεις ξένων όρων
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] -αρχία
|