conservateur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- conservateur < λατινική conservator
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| conservateur | conservateurs |
conservateur (fr) αρσενικό
- ο συντηρητικός
- (παρωχημένο) o φύλακας, o φρουρός στην υπηρεσία κάποιου
- (χημεία) το συντηρητικό (π.χ. για έναν χυμό)
- το τμήμα ενός ψυγείου όπου διατηρούνται για πολύ καιρό τα τρόφιμα, ο καταψύκτης
Επίθετο
[επεξεργασία]| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | conservateur | conservateurs |
| θηλυκό | conservatrice | conservatrices |
conservateur (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη conserver