déboucher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
déboucher (fr) (μεταβατικό)
- περνώ από ένα στενό σε ένα φαρδύ μέρος
- ξεπροβάλλω
- (οικείο) καταλήγω
- καταντώ
déboucher (fr) (μεταβατικό)