déclamation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.kla.ma.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déclamation | déclamations |
déclamation (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) πομπώδης έκφραση
- η απαγγελία, η ρητορεία
- (κατ’ επέκταση) η χρήση πομπωδών εκφράσεων