désossement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- désossement < désosser
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /de.zɔs.mɑ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
désossement | désossements |
désossement (fr) αρσενικό
- το ξεκοκάλιασμα
- (σπάνιο) η εξάρθρωση