désossement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
désossement < désosser

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.zɔs.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
désossement désossements

désossement (fr) αρσενικό

  1. το ξεκοκάλιασμα
  2. (σπάνιο) η εξάρθρωση
     συνώνυμα: démembrement, désarticulation, dislocation

Συγγενικά

[επεξεργασία]