damaĝkompenso
(Ανακατεύθυνση από damaghkompenso)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | damaĝkompenso | damaĝkompensoj |
αιτιατική | damaĝkompenson | damaĝkompensojn |
damaĝkompenso (eo)