daytime

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
daytime < day + time

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

daytime (en) (μη μετρήσιμο)

  • η μέρα, η ημέρα, χρονικό διάστημα μεταξύ ανατολής και δύσης του ηλίου
    in the daytime - την ημέρα
    Come while it’s still daytime, before it gets dark.
    Nα έρθεις όσο είναι ακόμα μέρα, προτού σκοτεινιάσει.
     συνώνυμα:  day και daylight