daylight
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- το φως της ημέρας
- ⮡ When the daylight began to fade…
- Όταν το φως της ημέρας άρχισε να λιγοστεύει…
- ⮡ When the daylight began to fade…
- η μέρα, χρονικό διάστημα μεταξύ ανατολής και δύσης του ηλίου