daylight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- το φως της ημέρας
- ↪ When the daylight began to fade…
- Όταν το φως της ημέρας άρχισε να λιγοστεύει…
- ↪ When the daylight began to fade…
- η μέρα, χρονικό διάστημα μεταξύ ανατολής και δύσης του ηλίου