daylight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
daylight < day + light

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

daylight (en) (μη μετρήσιμο)

  1. το φως της ημέρας
    When the daylight began to fade…
    Όταν το φως της ημέρας άρχισε να λιγοστεύει…
  2. η μέρα, χρονικό διάστημα μεταξύ ανατολής και δύσης του ηλίου
    Come while it’s still daylight, before it gets dark.
    Nα έρθεις όσο είναι ακόμα μέρα, προτού σκοτεινιάσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη daytime

Εκφράσεις

[επεξεργασία]