deafening
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | deafening |
συγκριτικός | more deafening |
υπερθετικός | most deafening |
Επίθετο
[επεξεργασία]deafening (en)
- εκκωφαντικός
- ↪ The plane started to take off in a deafening noise.
- Το αεροπλάνο άρχισε να απογειώνεται μέσα σε έναν εκκωφαντικό θόρυβο.
- ↪ The plane started to take off in a deafening noise.