demasiado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
demasiado (es)
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
demasiado (pt)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | demaciado | demaciados |
θηλυκό | demaciada | demaciadas |
Επίρρημα[επεξεργασία]
demasiado (pt)