demonstrator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
demonstrator demonstrators

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

demonstrator (en)

  • ο διαδηλωτής
    ⮡  brutal handling of the demonstrators by the police - βάναυση μεταχείριση των διαδηλωτών από την αστυνομία