demonstrator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
demonstrator | demonstrators |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- demonstrator < demonstrate + -or
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]demonstrator (en)
- ο διαδηλωτής, η διαδηλώτρια