detalado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | detalado | detaladoj |
αιτιατική | detaladon | detaladojn |
detalado (eo)
- έκθεση, παρουσίαση ενός θέματος