detect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
detect (en)
- ανακαλύπτω, αντιλαμβάνομαι, ανιχνεύω, συλλαμβάνω, διακρίνω με προσεκτική έρευνα και εξέταση κάτι το οποίο συνήθως δεν μπορεί κανείς να αντιληφθεί εύκολα
- this instrument can detect radiation