difficile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

difficile < λατινική difficilis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /di.fi.sil/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
difficile difficiles

difficile (fr)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

difficile < λατινική difficilis

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
difficile difficili

difficile (it)