disciplino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- disciplino < disciplin- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | disciplino | disciplinoj |
αιτιατική | disciplinon | disciplinojn |
disciplino (eo)
- η κατεύθυνση, το μάθημα