discretion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

discretion (en)

  1. κρίση, διακριτική ικανότητα, διακριτική ευχέρεια
  2. η διακριτικότητα στη συμπεριφορά απέναντι στους άλλους