discretion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
discretion (en)
- κρίση, διακριτική ικανότητα, διακριτική ευχέρεια
- η διακριτικότητα στη συμπεριφορά απέναντι στους άλλους