disenfranchise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | disenfranchise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disenfranchises |
αόριστος | disenfranchised |
παθητική μετοχή | disenfranchised |
ενεργητική μετοχή | disenfranchising |
Ρήμα
[επεξεργασία]disenfranchise (en)
- αποστερώ δικαίωμα ψήφου
- αποστερώ δικαίωμα ή προνόμιο
- αποστερώ δικαίωμα κοινότητας να αντιπροσωπεύεται στο κοινοβούλιο
- (μεταφορικά) αποξενώνομαι από τον πολίτη ως πολιτικός και δεν τον εκπροσωπώ με αποτέλεσμα να μην έχει λόγο στα πράγματα