dolĉa
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- dolĉa < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dolĉa | dolĉaj |
αιτιατική | dolĉan | dolĉajn |
dolĉa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dolĉa | dolĉaj |
αιτιατική | dolĉan | dolĉajn |
dolĉa (eo)