doppelgänger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: doppelganger, Doppelgänger
      ενικός         πληθυντικός  
doppelgänger doppelgängers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
doppelgänger < (άμεσο δάνειο) γερμανική Doppelgänger

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈdɒp.əlˌɡæŋ.ər/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ˈdɑː.pəlˌɡæŋ.ɚ/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

doppelgänger (en)