draft
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
draft | drafts |
draft (en)
- το προσχέδιο, το σχέδιο
- ⮡ He finished the draft of his book.
- Τελείωσε το προσχέδιο του βιβλίου του.
- ⮡ I’m making modifications to the draft agreement.
- Επιφέρω τροποποιήσεις στο σχέδιο συμφωνίας.
- ⮡ He finished the draft of his book.
- η στρατολόγηση
- ≈ συνώνυμα:: conscription
- η συναλλαγματική
- το ρεύμα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | draft |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drafts |
αόριστος | drafted |
παθητική μετοχή | drafted |
ενεργητική μετοχή | drafting |
draft (en)