déranger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
déranger (fr)
- αναστατώνω, ανακατώνω πράγματα που ήταν τακτοποιημένα
- αναστατώνω την κανονική λειτουργία ενός πράγματος
- ενοχλώ, πειράζω
- ≈ συνώνυμα: distraire, ennuyer, gêner, importuner