Μετάβαση στο περιεχόμενο

eating

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

eating (en) (μη μετρήσιμο)

  • το φαγητό, το φάγωμα, η ενέργεια του να τρώω
      I like eating.
    Μου αρέσει το φαΐ.
      It isn’t suitable for eating.
    Δεν είναι κατάλληλο για φάγωμα.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

eating (en)