βυσσινί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βυσσινί < βύσσιν(ο) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vi.siˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βυσ‐σι‐νί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βυσσινί ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

βυσσινί άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βυσσινί