elevate
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | elevate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | elevates |
αόριστος | elevated |
παθητική μετοχή | elevated |
ενεργητική μετοχή | elevating |
elevate (en) (μεταβατικό, επίσημο)
- αναδεικνύω/αναδείχνω, εξυψώνω, δίνω σε κάποιον ή κάτι ανώτερη θέση ή αξίωμα
- ⮡ Hard work elevated him to a leadership position.
- Η σκληρή δουλειά τον ανέδειξε σε ηγετική θέση.
- ⮡ He elevated many of his friends to powerful positions within the government.
- Ανέδειξε πολλούς από τους φίλους του σε ισχυρές θέσεις μέσα στην κυβέρνηση.
- ⮡ She elevated shadow theater into true art.
- Εξύψωσε το θέατρο σκιών σε αληθινή τέχνη.
- ⮡ His success elevated his name on the international stage.
- Η επιτυχία του εξύψωσε το όνομά του στη διεθνή σκηνή.
- ⮡ Hard work elevated him to a leadership position.
- ανυψώνω κάτι, το φέρνω σε μεγαλύτερο ύψος
- αυξάνω κάτι
- ανυψώνω, εξυψώνω, βελτιώνω τη διάθεση ενός ανθρώπου, ώστε να νιώθει χαρούμενος
- ⮡ This victory elevated the team’s morale.
- Η νίκη αυτή ανύψωσε το ηθικό της ομάδας.
- ⮡ Art has the power to elevate the human soul.
- Η τέχνη έχει τη δύναμη να εξυψώνει την ψυχή του ανθρώπου.
- ⮡ This victory elevated the team’s morale.