Μετάβαση στο περιεχόμενο

elevate

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας elevate
γ΄ ενικό ενεστώτα elevates
αόριστος elevated
παθητική μετοχή elevated
ενεργητική μετοχή elevating

elevate (en) (μεταβατικό, επίσημο)

  1. αναδεικνύω/αναδείχνω, εξυψώνω, δίνω σε κάποιον ή κάτι ανώτερη θέση ή αξίωμα
      Hard work elevated him to a leadership position.
    Η σκληρή δουλειά τον ανέδειξε σε ηγετική θέση.
      He elevated many of his friends to powerful positions within the government.
    Ανέδειξε πολλούς από τους φίλους του σε ισχυρές θέσεις μέσα στην κυβέρνηση.
      She elevated shadow theater into true art.
    Εξύψωσε το θέατρο σκιών σε αληθινή τέχνη.
      His success elevated his name on the international stage.
    Η επιτυχία του εξύψωσε το όνομά του στη διεθνή σκηνή.
  2. ανυψώνω κάτι, το φέρνω σε μεγαλύτερο ύψος
      The crane elevated the load to the fourth floor.
    Ο γερανός ανύψωσε το φορτίο στον τέταρτο όροφο.
      It is important for the injured leg to be elevated.
    Είναι σημαντικό το τραυματισμένο πόδι να είναι ανυψωμένο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη lift
  3. αυξάνω κάτι
      It’s well known that stress elevates blood pressure.
    Είναι γνωστό ότι το στρες αυξάνει την αρτηριακή πίεση.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη increase
  4. ανυψώνω, εξυψώνω, βελτιώνω τη διάθεση ενός ανθρώπου, ώστε να νιώθει χαρούμενος
      This victory elevated the team’s morale.
    Η νίκη αυτή ανύψωσε το ηθικό της ομάδας.
      Art has the power to elevate the human soul.
    Η τέχνη έχει τη δύναμη να εξυψώνει την ψυχή του ανθρώπου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]