emergency
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
emergency | emergencies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]emergency (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η έκτακτη ανάγκη
- ↪ if there is an emergency - αν υπάρχει έκτακτη ανάγκη
- ↪ to be used only in an emergency - να χρησιμοποιηθεί μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης
- ↪ a state of emergency - κατάσταση έκτακτης ανάγκης
- ↪ They have some money for an emergency.
- Έχουν μερικά λεφτά για ώρα ανάγκης.