emerita
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
emerita (en)
- ενικός αριθμός, θηλυκού γένους του emeritus κατά το λατινικό emerita
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
emerita (en)
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, θηλυκού γένους του emeritus
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (emeritum) του emeritus