Μετάβαση στο περιεχόμενο

enclavement

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
enclavement < enclaver

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
enclavement enclavements

enclavement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]