endormiĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | endormiĝo | endormiĝoj |
αιτιατική | endormiĝon | endormiĝojn |
endormiĝo (eo)
- η κοίμηση
- la Endormiĝo de la Dipatrino, η Κοίμηση της Θεοτόκου