engross

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας engross
γ΄ ενικό ενεστώτα engrosses
αόριστος engrossed
παθητική μετοχή engrossed
ενεργητική μετοχή engrossing

Ρήμα[επεξεργασία]

engross (en)

  • συναρπάζω, είναι τόσο ενδιαφέρον που του δίνω όλη μου την προσοχή και τον χρόνο
    He is engrossed in his research.
    Τον έχουν συναρπάσει οι έρευνές του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fascinate

Πηγές[επεξεργασία]