engrossing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός engrossing
συγκριτικός more engrossing
υπερθετικός most engrossing

engrossing (en)

  • συναρπαστικός, τόσο ενδιαφέρον που του δίνω όλη μου την προσοχή και τον χρόνο
    an engrossing subject - συναρπαστικό θέμα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exciting

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

engrossing (en)

Πηγές[επεξεργασία]