enthousiasmant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- enthousiasmant < enthousiasmer
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enthousiasmant | enthousiasmants |
θηλυκό | enthousiasmante | enthousiasmantes |
enthousiasmant (fr)