enthousiasmant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

enthousiasmant < enthousiasmer

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό enthousiasmant enthousiasmants
θηλυκό enthousiasmante enthousiasmantes

enthousiasmant (fr)

  1. ενθουσιώδης
    ''est enthousiasmant que d'aucuns veuillent contribuer à ce projet
    γεμίζει ενθουσιασμό το (γεγονός) ότι μερικοί θέλουν να συμβάλουν σ' αυτό το εγχείρημα

Συγγενικά[επεξεργασία]