entrepreneurial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | entrepreneurial |
συγκριτικός | more entrepreneurial |
υπερθετικός | most entrepreneurial |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- entrepreneurial < entrepreneur + -ial
Επίθετο[επεξεργασία]
entrepreneurial (en)
- επιχειρηματικός
- ↪ entrepreneurial spirit - επιχειρηματικό πνεύμα
- ↪ entrepreneurial mind - επιχειρηματικός νους