Μετάβαση στο περιεχόμενο

espace

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: espacé


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
espace < λατινική spatium

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛs.pas/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
espace espaces

espace (fr) αρσενικό

  1. ο χώρος
  2. η ευρυχωρία
  3. το διάστημα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
espace espaces

espace (fr) θηλυκό

  1. (στην τυπογραφία) μεταλλικό εξάρτημα που χρησιμεύει για να εμφανίζει ένα κενό μεταξύ των λέξεων
  2. το κενό μεταξύ δύο λέξεων (ή και γραμμάτων)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]