espace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
espace | espaces |
espace (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
espace | espaces |
espace (fr) θηλυκό
- (στην τυπογραφία) μεταλλικό εξάρτημα που χρησιμεύει για να εμφανίζει ένα κενό μεταξύ των λέξεων
- το κενό μεταξύ δύο λέξεων (ή και γραμμάτων)