euro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Euro, Euro-, euro-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

euro (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

euro (fr)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɛw.ro/

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
euro < αγγλική euro

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

euro (it) αρσενικό άκλιτο

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
euro < λατινική eurus < αρχαία ελληνική εὖρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

euro (it) αρσενικό (πληθυντικός euri)

  1. (άνεμος) συνώνυμο του scirocco, σιρόκος
  2. (άνεμος, παρωχημένο) συνώνυμο του levante, λεβάντες



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

euro (ro) αρσενικό