Μετάβαση στο περιεχόμενο

evolve

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας evolve
γ΄ ενικό ενεστώτα evolves
αόριστος evolved
παθητική μετοχή evolved
ενεργητική μετοχή evolving

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪˈvɒlv/
 
ΔΦΑ : /ɪˈvɑlv/ (αμερικανικό)

evolve (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αναπτύσσω, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι
      an evolved society/economy - εξελιγμένη κοινωνία/οικονομία
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, βιολογία) εξελίσσομαι
      the most evolved species - τα περισσότερο εξελιγμένα είδη

Συγγενικά

[επεξεργασία]