examinator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]examinator (ro) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του examinator
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un examinator | examinatorul | nişte examinatori | examinatorii |
γενική | a unui examinator | examinatorului | a unor examinatori | examinatorilor |
δοτική | unui examinator | examinatorului | unor examinatori | examinatorilor |
αιτιατική | un examinator | examinatorul | nişte examinatori | examinatorii |
κλητική | — | - | — | - |